απαντικρύ

απαντικρύ
απαντικρύ και απαντίκρυ, επίρρ. τοπ., απέναντι: Καθόταν απαντικρύ του, αλλά δε μιλούσε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαντικρύ — (Α ἀπαντικρύ κ. ἀπάντικρυς) επίρρ. ακριβώς απέναντι αρχ. κατά πρώτον, αρχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττικός τ. επιτατικός του αντικρύ απαντά στις επιγραφές και με τη φωνολογική παραλλαγή απαντρυκύ (πρβλ. καταντικρύ καταντρυκύ)] …   Dictionary of Greek

  • ἀπαντικρύ — ἀπαντῑκρύ , ἀπαντικρύ right opposite indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… …   Dictionary of Greek

  • επιτειχίζω — (Α ἐπιτειχίζω) 1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.) αρχ. 1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”